Θρᾳκικοῦ

Θρᾳκικοῦ
Θρᾳκικός
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Θράκη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται ότι ήταν κόρη του Ωκεανού και της Παρθενόπης, αδελφή της Ευρώπης. Η Θ. ονομαζόταν Τιτανίς από τον Στέφανο τον Βυζάντιο, ο οποίος απέδιδε την καταγωγή της στον Ωκεανό. Σύμφωνα με τη μυθολογία, απέκτησε τον Βίθυ από …   Dictionary of Greek

  • Ορφεύς — ο (Α Ὀρφεύς, έως, δωρ. τ. Ὄρφης) μορφή τής ελληνικής μυθολογίας φορτισμένη με συμβολικά στοιχεία και με γνωρίσματα ήρωα, ημιθέου και θεού, ιδρυτή μυστηριακών τελετών και ιερέα, περίφημος αοιδός, μουσικός και ποιητής, γιος τού Απόλλωνος ή τού… …   Dictionary of Greek

  • κολαβρισμός — κολαβρισμός, ὁ (Α) [κολαβρίζω] είδος άγριου θρακικού χορού …   Dictionary of Greek

  • Έβρου, νομός — Νομός (4.242 τ. χλμ., 149.354 κάτ.) της περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, το βορειοανατολικό άκρο της ελληνικής επικράτειας. Συνορεύει Β με τη Βουλγαρία, ΒΑ και Α με την Τουρκία (Ανατολική Θράκη) με φυσικό όριο τον ποταμό Έβρο, Ν… …   Dictionary of Greek

  • Θασοπούλα — Ακατοίκητο νησί του Θρακικού πελάγους. Βρίσκεται ανάμεσα στο λιμάνι Παναγιά της Θάσου και στο ακρωτήριο Κεραμωτή του νομού Καβάλας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θάσου του νομού Καβάλας. Απέχει από τη Θάσο 2,5 ναυτικά μίλια και από τη μακεδονική… …   Dictionary of Greek

  • Θάσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ποσειδώνα ή του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, και της Τηλέφασσας. Ενώ βρισκόταν σε αναζήτηση της Ευρώπης, ανακάλυψε τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του νησιού που αργότερα έφερε το όνομά του και ίδρυσε αποικία… …   Dictionary of Greek

  • Κυανέες — I Αρχαία πόλη της Λυκίας, η οποία επιβίωσε και κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο. Ερείπια της πόλης βρέθηκαν κοντά στο σημερινό χωριό Γιαχού. Στην πόλη υπήρχε μαντείο του Θυρξέως Απόλλωνα, στο οποίο ανάβλυζε πηγή, σύμφωνα με πληροφορίες του… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… …   Dictionary of Greek

  • Παπαχριστοδούλου Πολύδωρος — (1883 – 1967). Έλληνας φιλόλογος και λαογράφος από τις Σαράντα Εκκλησιές της Θράκης. Μετά τις σπουδές του στα Ζαρίφεια Διδασκαλεία της Φιλιππούπολης και στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας, δίδαξε στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης, στα… …   Dictionary of Greek

  • ВИЗИЯ — [греч. Βιζύη] (совр. Визе, Турция), г. во Фракии, к северо востоку от Аркадиополя (совр. Люлебургаз). Известна с античности, входила в состав рим. пров. Европа. C III в. по Р. Х. В. играла важную роль как крепость. В 922 г. была разрушена болг.… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”